σπιτόφιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιτόφιδο τα σπιτόφιδα
      γενική του σπιτόφιδου των σπιτόφιδων
    αιτιατική το σπιτόφιδο τα σπιτόφιδα
     κλητική σπιτόφιδο σπιτόφιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπιτόφιδο < σπίτ(ι) + -ό- + φίδ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπιτόφιδο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]