σπογγεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπογγεμπόριο ουδέτερο
- (οικονομία): γενικά το εμπόριο θαλάσσιων, (φυσικών), σπόγγων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπογγεμπόριο
|