σπονδείος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπονδείος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπονδεῖος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπονδείος αρσενικό
- (μετρική) μετρικός πόδας της αρχαίας ελληνικής και λατινικής ποίησης που αποτελείται από 2 μακρές συλλαβές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σπονδειακός
- → δείτε τη λέξη σπονδή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπονδείος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)