σποραδικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σποραδικότητα | οι | σποραδικότητες |
γενική | της | σποραδικότητας | των | σποραδικοτήτων |
αιτιατική | τη | σποραδικότητα | τις | σποραδικότητες |
κλητική | σποραδικότητα | σποραδικότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σποραδικότητα < σποραδικός + -ότητα/-ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σποραδικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σποραδικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σποραδικότητα
|