σποροθήκη
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σποροθήκ
η
οι
σποροθήκ
ες
γενική
της
σποροθήκ
ης
των
σποροθηκ
ών
αιτιατική
τη
σποροθήκ
η
τις
σποροθήκ
ες
κλητική
σποροθήκ
η
σποροθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σποροθήκη
<
σπόρος
+
-ο-
+
θήκη
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
σποροθήκη
θηλυκό
(
βοτανική
)
θήκη
όπου υπάρχουν ή τοποθετούνται
σπόροι
Το μέγεθος και το πολύφυλλον των ανθών του, το λαμπρόν χρώμα των και η εις το κέντρον ευρισκομένη χρυσόστιλπνος
σποροθήκη
δίδουν εις αυτό θέα μεγαλοπρεπή.
(
*
, 1835)
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
σπόρος
και
θήκη
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
(
σποριάγγειο
)
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
σποροθήκη
αγγλικά
:
seedpod
(en)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Βοτανική (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες