σπουδαιοφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπουδαιοφανής | η | σπουδαιοφανής | το | σπουδαιοφανές |
γενική | του | σπουδαιοφανούς* | της | σπουδαιοφανούς | του | σπουδαιοφανούς |
αιτιατική | τον | σπουδαιοφανή | τη | σπουδαιοφανή | το | σπουδαιοφανές |
κλητική | σπουδαιοφανή(ς) | σπουδαιοφανής | σπουδαιοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπουδαιοφανείς | οι | σπουδαιοφανείς | τα | σπουδαιοφανή |
γενική | των | σπουδαιοφανών | των | σπουδαιοφανών | των | σπουδαιοφανών |
αιτιατική | τους | σπουδαιοφανείς | τις | σπουδαιοφανείς | τα | σπουδαιοφανή |
κλητική | σπουδαιοφανείς | σπουδαιοφανείς | σπουδαιοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαιοφανής < σπουδαί(ος) + -ο- + -φανής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spu.ðe.o.faˈnis/
Επίθετο[επεξεργασία]
σπουδαιοφανής
- (για πρόσωπο) που παριστάνει τον σπουδαίο, που επιχειρεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι σπουδαίος ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
- (για πράγμα) που παρουσιάζεται ώστε να φαίνεται σπουδαίο ενώ δεν είναι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουδαιοφανής