σπυρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπυρί | τα | σπυριά |
γενική | του | σπυριού | των | σπυριών |
αιτιατική | το | σπυρί | τα | σπυριά |
κλητική | σπυρί | σπυριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπυρί < αρχαία ελληνική σπυρός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπυρί ουδέτερο
- φλεγμονή στο δέρμα που δημιουργεί ένα εξόγκωμα, συνήθως με πύον
- ≈ συνώνυμα: σπιθουράκι, ακμή
- σπόρος, κόκκος