στάση εργασίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάση εργασίας οι στάσεις εργασίας
      γενική της στάσης εργασίας των στάσεων εργασίας
    αιτιατική τη στάση εργασίας τις στάσεις εργασίας
     κλητική στάση εργασίας στάσεις εργασίας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στάση εργασίας < → δείτε τις λέξεις στάση και εργασία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsta.si eɾ.ɣaˈsi.as/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

στάση εργασίας θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]