στίλβη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στίλβη | οι | στίλβες |
γενική | της | στίλβης | των | στιλβών |
αιτιατική | τη | στίλβη | τις | στίλβες |
κλητική | στίλβη | στίλβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στίλβη < αρχαία ελληνική στίλβη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scintillation)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstil.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στίλ‐βη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στίλβη θηλυκό
- (μετεωρολογία) η μαρμαρυγή, το τρεμοφέγγισμα ενός άστρου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)