σταβλάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταβλάρχης < στάβλος + -άρχης ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Stallmeister[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταβλάρχης αρσενικό
- ο επικεφαλής των βασιλικών στάβλων
- (κατ’ επέκταση) ο υπεύθυνος στάβλων
- (κατ’ επέκταση) αξιωματούχος του βασιλιά, σουλτάνου κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταβλάρχης
- ↑ σταβλάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)