σταθεροποιώ < ελληνιστική κοινή σταθεροποιέω / σταθεροποιῶ ((μεταφραστικό δάνειο ) γαλλική consolider [1] [2] )
σταθεροποιώ (παθητική φωνή : σταθεροποιούμαι )
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
σταθεροποιήσει
μετοχή (ενεστώτας)
σταθεροποιώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωπο
ενικός
πληθυντικός
πρώτο
δεύτερο
τρίτο
πρώτο
δεύτερο
τρίτο
οριστική
εγώ
εσύ
αυτός
εμείς
εσείς
αυτοί
μονολεκτικοί χρόνοι
ενεστώτας
σταθεροποιώ
σταθεροποιείς
σταθεροποιεί
σταθεροποιούμε
σταθεροποιείτε
σταθεροποιούν
παρατατικός
σταθεροποιούσα
σταθεροποιούσες
σταθεροποιούσε
σταθεροποιούσαμε
σταθεροποιούσατε
σταθεροποιούσαν
αόριστος
σταθεροποίησα
σταθεροποίησες
σταθεροποίησε
σταθεροποιήσαμε
σταθεροποιήσατε
σταθεροποίησαν
περιφραστικοί χρόνοι
εξακολουθητικός μέλλοντας
θα σταθεροποιώ
θα σταθεροποιείς
θα σταθεροποιεί
θα σταθεροποιούμε
θα σταθεροποιείτε
θα σταθεροποιούν
στιγμιαίος μέλλοντας
θα σταθεροποιήσω
θα σταθεροποιήσεις
θα σταθεροποιήσει
θα σταθεροποιήσουμε
θα σταθεροποιήσετε
θα σταθεροποιήσουν
παρακείμενος α'
έχω σταθεροποιήσει
έχεις σταθεροποιήσει
έχει σταθεροποιήσει
έχουμε σταθεροποιήσει
έχετε σταθεροποιήσει
έχουν σταθεροποιήσει
παρακείμενος β'
-
-
-
-
-
-
υπερσυντέλικος α'
είχα σταθεροποιήσει
είχες σταθεροποιήσει
είχε σταθεροποιήσει
είχαμε σταθεροποιήσει
είχατε σταθεροποιήσει
είχαν σταθεροποιήσει
υπερσυντέλικος β'
-
-
-
-
-
-
συντελεσμένος μέλλοντας α'
θα έχω σταθεροποιήσει
θα έχεις σταθεροποιήσει
θα έχει σταθεροποιήσει
θα έχουμε σταθεροποιήσει
θα έχετε σταθεροποιήσει
θα έχουν σταθεροποιήσει
συντελεσμένος μέλλοντας β'
-
-
-
-
-
-
υποτακτική
εγώ
εσύ
αυτός
εμείς
εσείς
αυτοί
περιφραστικοί χρόνοι
ενεστώτας
να σταθεροποιώ
να σταθεροποιείς
να σταθεροποιεί
να σταθεροποιούμε
να σταθεροποιείτε
να σταθεροποιούν
αόριστος
να σταθεροποιήσω
να σταθεροποιήσεις
να σταθεροποιήσει
να σταθεροποιήσουμε
να σταθεροποιήσετε
να σταθεροποιήσουν
παρακείμενος α'
να έχω σταθεροποιήσει
να έχεις σταθεροποιήσει
να έχει σταθεροποιήσει
να έχουμε σταθεροποιήσει
να έχετε σταθεροποιήσει
να έχουν σταθεροποιήσει
παρακείμενος β'
-
-
-
-
-
-
προστακτική
-
(εσύ)
-
-
(εσείς)
-
μονολεκτικοί χρόνοι
ενεστώτας
σταθεροποίει
σταθεροποιείτε
αόριστος
σταθεροποίησε
σταθεροποιήστε