στασιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στασιάζω < λείπει η ετυμολογία

στασιάζω

  1. κηρύσσω
  2. κάνω ανταρσία


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]