στατική τριβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στατική τριβή | οι | στατικές τριβές |
γενική | της | στατικής τριβής | των | στατικών τριβών |
αιτιατική | τη | στατική τριβή | τις | στατικές τριβές |
κλητική | στατική τριβή | στατικές τριβές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στατική τριβή θηλυκό
- (μηχανική, μηχανολογία) η τριβή που εμφανίζεται μεταξύ δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή και παραμένουν ακίνητες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στατική τριβή
|