σταυροκόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταυροκόπημα < σταυροκοπιέμαι + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυροκόπημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σταυροκοπιέμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυροκόπημα