σταυροπροσκύνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροπροσκύνηση οι σταυροπροσκυνήσεις
      γενική της σταυροπροσκύνησης* των σταυροπροσκυνήσεων
    αιτιατική τη σταυροπροσκύνηση τις σταυροπροσκυνήσεις
     κλητική σταυροπροσκύνηση σταυροπροσκυνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταυροπροσκυνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταυροπροσκύνηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταυροπροσκύνησις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταυροπροσκύνηση θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]