σταυροῦσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σταυροῦσι

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σταυρόω

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

σταυροῦσι

→ δείτε τη λέξη  σταυρῶ