σταυρωσάντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σταυρωσάντων

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος σταυρῶ (σταυρόω)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

σταυρωσάντων

  1. γενική πληθυντικού του σταυρώσας
  2. γενική πληθυντικού του σταυρῶσαν (ουδέτερο του σταυρώσας)