στεγανοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στεγανοποίηση | οι | στεγανοποιήσεις |
γενική | της | στεγανοποίησης* | των | στεγανοποιήσεων |
αιτιατική | τη | στεγανοποίηση | τις | στεγανοποιήσεις |
κλητική | στεγανοποίηση | στεγανοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στεγανοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεγανοποίηση < στεγανοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεγανοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στεγανοποιώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεγανοποίηση
|