στεκούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /steˈku.me.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]στεκούμενος, -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- στεκάμενος (λαϊκότροπο)
στεκούμενος, -η, -ο