στεναχωράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεναχωράω < στεναχωρ(ώ) + -άω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ste.na.xoˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐να‐χω‐ρά‐ω

στεναχωράω, -άς, -άει..., πρτ.: στεναχωρούσα/στεναχώραγα, αόρ.: στεναχώρεσα, παθ.φωνή: στεναχωριέμαι, π.αόρ.: στεναχωρέθηκα, μτχ.π.π.: στεναχωρεμένος

Συγκρίνετε με τους τύπους του στεναχωρώ, -είς, -εί...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).