στενοκεφαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενοκεφαλιά οι στενοκεφαλιές
      γενική της στενοκεφαλιάς των στενοκεφαλιών
    αιτιατική τη στενοκεφαλιά τις στενοκεφαλιές
     κλητική στενοκεφαλιά στενοκεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στενοκεφαλιά < στενοκέφαλος + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στενοκεφαλιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]