στενόπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενόπορος < αρχαία ελληνική στενόπορος
Επίθετο[επεξεργασία]
στενόπορος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- στενοπόρι
- στενοπορία
- στενοποριά
- στενόπορο
- στενοπόρος
- → δείτε τις λέξεις στενός και πόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενόπορος
|