στεφάνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεφάνωμα τα στεφανώματα
      γενική του στεφανώματος των στεφανωμάτων
    αιτιατική το στεφάνωμα τα στεφανώματα
     κλητική στεφάνωμα στεφανώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεφάνωμα < στεφανώνω + -μα < αρχαία ελληνική στεφανόω / στεφανῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στεφάνωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]