στεφανοχάρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στεφανοχάρτι | τα | στεφανοχάρτια |
γενική | του | στεφανοχαρτιού | των | στεφανοχαρτιών |
αιτιατική | το | στεφανοχάρτι | τα | στεφανοχάρτια |
κλητική | στεφανοχάρτι | στεφανοχάρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφανοχάρτι ουδέτερο
- (οικείο) το πιστοποιητικό της ληξιαρχικής πράξης γάμου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεφανοχάρτι
|