στεφανώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]στεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος, (ενεργ.: στεφανώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος στεφανώνω → δείτε και την κλίση