στιβαδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιβαδόρος οι στιβαδόροι
      γενική του στιβαδόρου των στιβαδόρων
    αιτιατική τον στιβαδόρο τους στιβαδόρους
     κλητική στιβαδόρε στιβαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στιβαδόρος < ισπανική estivador / αγγλική stevedore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στιβαδόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) άνθρωπος με επάγγελμα την φόρτωση / εκφόρτωση πλοίου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]