στιγματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sti.ɣmaˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐γμα‐τί‐ζo‐mai
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στιγματίζομαι, π.αόρ.: στιγματίστηκα, μτχ.π.π.: στιγματισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος στιγματίζω