στιγμιαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στιγμιαία < στιγμιαίος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

στιγμιαία

  1. για μια στιγμή, για ελάχιστο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στιγμιαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιγμιαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιγμιαίος