στιγμιαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στιγμιαίοι

  1. στιγμιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. στιγμιαίος, στην κλητική του πληθυντικού