στιγμιαίος καφές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στιγμιαίος καφές → δείτε τις λέξεις στιγμιαίος και καφές

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

στιγμιαίος καφές αρσενικό

  • (καφές) καφές σε σκόνη ή κόκκους που παρασκευάζεται διαλυόμενος σε νερό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]