στιγμιότυπον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιγμιότυπον: μαρτυρείται από το 1894 στους τύπους στιγμιότυπος, στιγμιότυπα [1] < → και δείτε τη λέξη στιγμιότυπο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιγμιότυπον, -ου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το στιγμιότυπο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 930, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου