στιγμόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιγμόμετρο | τα | στιγμόμετρα |
γενική | του | στιγμόμετρου & στιγμομέτρου |
των | στιγμόμετρων & στιγμομέτρων |
αιτιατική | το | στιγμόμετρο | τα | στιγμόμετρα |
κλητική | στιγμόμετρο | στιγμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιγμόμετρο ουδέτερο
- (τυπογραφία) όργανο που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία, έχει τη μορφή χάρακα και περιέχει υποδιαιρέσεις για στιγμές και χιλιοστά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιγμόμετρο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- στιγμόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στιγμόμετρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)