στιλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιλιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stylistique ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stylistic < style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-
Επίθετο[επεξεργασία]
στιλιστικός
- που έχει σχέση με το στιλ ή τον στιλίστα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) στιλιστική: η υφολογία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- στιλιστικά
- στιλιστική
- → δείτε τη λέξη στιλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)