στιλπνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

στιλπνά < στιλπνός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

στιλπνά

  • γυαλιστερά, αστραφτερά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στιλπνά