στιχάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιχάριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιχάριο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος, χριστιανισμός) ένα από τα άμφια του διακόνου