στιχουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιχουργός < μεσαιωνική ελληνική στιχουργός[1] [2] [3] < στιχουργός < αρχαία ελληνική στίχος + ἔργον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sti.xuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐χουρ‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιχουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που γράφει στίχους (συνήθως προς μελοποίηση)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- στιχούργημα
- στιχουργία
- στιχουργικά
- στιχουργική
- στιχουργικός
- στιχουργώ
- → δείτε τις λέξεις στίχος και έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στιχουργός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ στιχουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στιχουργός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)