στοκάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stoˈka.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐κά‐ρι‐σμα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- στοκάρισμα < στοκάρω + -ισμα < στοκ < αγγλική stock < αγγλοσαξονική stocc < πρωτογερμανική *stukkaz (κορμός δέντρου)
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]στοκάρισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημιουργία αποθέματος
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό 2
[επεξεργασία]στοκάρισμα ουδέτερο
- το πέρασμα με στόκο μιας ξύλινης (ή άλλης επιφάνειας) κλείνοντας τους πόρους και καλύπτοντας ατέλειες και ανωμαλίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στοκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)