στομαλγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στομαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στο στόμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στομαλγία
|
στομαλγία θηλυκό
|