στοργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοργικός < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή στοργικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε στοργ(ή) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]στοργικός -ή, -ό
- που διακατέχεται από αισθήματα στοργής· που εκδηλώνει στοργή προς άλλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ↑ στοργικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)