στοῖχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στοίχος, στίχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στοῖχος οἱ στοῖχοι
      γενική τοῦ στοίχου τῶν στοίχων
      δοτική τῷ στοίχ τοῖς στοίχοις
    αιτιατική τὸν στοῖχον τοὺς στοίχους
     κλητική ! στοῖχε στοῖχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοίχω
γεν-δοτ τοῖν  στοίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

στοῖχος < στοιχ- στείχω (από ετεροίωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στοῖχος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στείχω