στο διάολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

< → δείτε τις λέξεις στο και διάολος

Έκφραση

[επεξεργασία]

στο διάολο!

  • (μεταφορικά) αποδίδεται υβριστικά για την απομάκρυνση κάποιου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • στο διάολο να πας!
  • άμε στο διάολο!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]