στο τσακ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στο τσακ < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]στο τσακ
- μόλις (που), ίσα (που)
- στο τσακ πρόλαβα το λεωφορείο, λίγο ακόμα και θα περίμενα μία ώρα για το επόμενο