στρέβλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρέβλωση | οι | στρεβλώσεις |
γενική | της | στρέβλωσης* | των | στρεβλώσεων |
αιτιατική | τη | στρέβλωση | τις | στρεβλώσεις |
κλητική | στρέβλωση | στρεβλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρεβλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρέβλωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρεβλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρέβλωση