στρίγγλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρίγγλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρίγγλα θηλυκό

  1. (μυθολογία) στοιχειό της λαϊκής παράδοσης
  2. πολύ ιδιότροπη γυναίκα
η στρίγγλα που έγινε αρνάκι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]