στραγγουλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στραγγουλίζω < λατινική strangulo < ελληνιστική κοινή στραγγαλίζω / στραγγαλόομαι < στραγγάλη

στραγγουλίζω (παθητική φωνή: στραγγουλιέμαι, στραγγουλίζομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]