στρεψαύχην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρεψαύχην < ελληνιστική κοινή στρεψαύχην
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρεψαύχην αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) που πάσχει από στρεψαυχενία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρεψαύχην
|