στριφτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριφτός η στριφτή το στριφτό
      γενική του στριφτού της στριφτής του στριφτού
    αιτιατική τον στριφτό τη στριφτή το στριφτό
     κλητική στριφτέ στριφτή στριφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριφτοί οι στριφτές τα στριφτά
      γενική των στριφτών των στριφτών των στριφτών
    αιτιατική τους στριφτούς τις στριφτές τα στριφτά
     κλητική στριφτοί στριφτές στριφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στριφτός < μεσαιωνική ελληνική στριφτός[1] [2] < στρίβω < αρχαία ελληνική στρέφω

Επίθετο[επεξεργασία]

στριφτός, -ή, -ό

  1. που έχει στριφτεί
    άλλες μορφές: στριμμένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) στριφτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. στριφτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. στριφτόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)