στρουγγολίθι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρουγγολίθι, ουδέτερο
- πέτρα, κοντά στην πόρτα της στρούγγας όπου καθόταν ο αρμεχτής, προκειμένου να αρμέξει τα ζώα, όπως πρόβατα ή γίδια.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρουγγολίθι
|