στρουγγολίθι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρουγγολίθι < στρούγγα + λίθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρουγγολίθι, ουδέτερο

  • πέτρα, κοντά στην πόρτα της στρούγγας όπου καθόταν ο αρμεχτής, προκειμένου να αρμέξει τα ζώα, όπως πρόβατα ή γίδια.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]