στρωματάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στρωματάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρωματάς οι στρωματάδες
      γενική του στρωματά των στρωματάδων
    αιτιατική τον στρωματά τους στρωματάδες
     κλητική στρωματά στρωματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρωματάς < (στρώμα) στρωματ- + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾo.maˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρω‐μα‐τάσ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρωματάς αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]