στρωματέξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρωματέξ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρωματέξ
|
στρωματέξ ουδέτερο άκλιτο
|